- κάδμιο
- cadmium
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κάδμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 48, ατομική μάζα 112,41 και οκτώ σταθερά ισότοπα. Το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1817 ο Γερμανός χημικός Στρόμεγιερ (1776 1835) στον… … Dictionary of Greek
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
σεληνιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. αυτός που περιέχει σελήνιο (α. «σεληνιούχες ενώσεις» β. «σεληνιούχο κάδμιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνιο + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
έδρανο ολίσθησης — Μηχανικό όργανο. Προορίζεται να συγκρατεί τα κινούμενα όργανα των μηχανών και να ελαττώνει τις τριβές που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Το έ.ο. έχει δακτυλιοειδές σχήμα και απαρτίζεται συνήθως από δύο μέρη, ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή του. Βασικά … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κάμπουε — (Kabwe). Πόλη (213.800 κάτ. το 2002) της Ζάμπια και πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Κεντρικής Ζάμπια (94.394 τ. χλμ., 1.006.766 κάτ. το 2000). Βρίσκεται σε απόσταση 100 χλμ. Β της πρωτεύουσας Λουσάκα, με την οποία συνδέεται σιδηροδρομικώς.… … Dictionary of Greek
μονοχρωμόμετρο — Όργανο με το οποίο μπορεί να απομονωθεί μία στενή ζώνη μηκών κύματος από μία δέσμη φωτός ή από άλλη ακτινοβολία. Συνήθως αυτό γίνεται δυνατό με ένα φράγμα περίθλασης ή πρίσμα που αναλύει τη δέσμη στα συνιστώντα μήκη κύματος, και μία λεπτή σχισμή… … Dictionary of Greek
Σασκάτσιουαν — (Saskatchewan). Επαρχία του νοτιοκεντρικού Καναδά με έκταση 652 330 τ. χλμ. και πληθυσμό 1 007 000 κατ. Συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν, με τις επαρχίες Αλμπέρτας στα Δ και Μανιτόμπα στα Α και με τα Βορειοδυτικά Εδάφη στα Β. Στο τοπίο επικρατούν οι… … Dictionary of Greek